Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τό λιμάνι μπορεί να

  • 1 δέχοματ

    1. μετ.
    1) принимать (что-л.); не отказываться (от чего-л.);

    δέχ δώρα — принимать подарки;

    τελικά δέχτηκε το δώρο μας — в конце (концов) он принял наш подарок;

    2) принимать (гостей, посетителей, клиентов);

    μας δέχτηκαν με χαρά — нас встретили с радостью;

    θα τούς δέχτεί ο υπουργός — их примет министр;

    3) получать (удар, пулю);

    δέχοματ έδνα χαστούκι — получить пощёчину;

    4) выносить, переносить;

    αυτός δεν δέχεται αστεία — с ним и пошутить нельзя;

    τό δόντι μου δεν δέχεται ζεστό — мой зуб не переносит горячего;

    5) вмещать в себя, быть в состоянии принимать;

    τό λιμάνι μπορεί να δέχτεί δέκα μεγάλα βαπόρια — порт может принять десять больших судов;

    6) собирать, принимать, η θάλασσα δέχεται τα νερά πέντε ποταμών — в море впадает пять рек;

    7) подвергаться (чему-л.), стать объектом воздействия (о человеке, организации);

    δέχονται πιέσεις — они подвергаются давлению;

    δέχοματ κατηγορίες — стать объектом обвинений;

    8) соглашаться;

    δέχοματ την άποψή σου — я согласен с твоей точкой зрения;

    δεν δέχοματ ότι φταίει — я не согласен с тем, что он виноват;

    § δεν τον δέχτηκε το βουνό (η θάλασσα) — он плохо себя почувствовал в горах (на взморье);

    δέχθήτε την διαβεβαίωσιν της εκτιμήσεως (δπολήψεώς) μου — примите уверения в моём уважении (почтении) (в конце официальных писем);

    καλώς τα δέχτήκατε — а) поздравляю с приятными новостями; — б) поздравляю с приездом (ваших родных, друга);

    δέξου τα συγχαρητήρια μου прими мой поздравления;

    πότε δέχεται ο γιατρός (ο διευθυντής); — когда у врачи (у директора) приёмные часы?;

    λοιπόν δέχσαι; — ну, как, договорились?;

    αυτό δεν το δέχοματ — с этим я не могу согласиться;

    2. αμετ. следовать;

    κακόν εκ κακού δέχεται — беда следует за бедой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δέχοματ

См. также в других словарях:

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»